υδατίνη

υδατίνη
η, Ν
ζωολ. γένος τροχοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatina (< ύδωρ, ύδατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑδατίνη — ὑδάτινος watery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • γκέιζερ — Θερμή πηγή που εκτοξεύει στον αέρα τα νερά και τους ατμούς που περιέχει. Η εκτόξευση πραγματοποιείται σε διαστήματα λιγότερο ή περισσότερο κανονικά και σε διάφορα ύψη· μπορεί να φτάνει από λίγα μέτρα έως μερικές δεκάδες και σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Λευκή θάλασσα — (αγγλ. White Sea, ρωσ. Beloje More). Θαλάσσια εσοχή (95.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού στις ακτές της βορειοδυτικής Ρωσίας. Αποτελεί βραχίονα της θάλασσας του Μπάρεντς, με την οποία χωρίζεται από έναν στενό δίαυλο βάθους μόλις 40 μ., και… …   Dictionary of Greek

  • Σαιντ Λόρενς — (Saint Lawrence). Ποταμός της βόρειας Αμερικής, που συγκεντρώνει τα νερά ολόκληρης της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό (Κόλπος του Σαιντ Λόρενς). Ο ποταμός αποτελεί μαζί με τις πέντε μεγάλες βορειοαμερικανικές… …   Dictionary of Greek

  • υδάτινος — η, ο 1. που αποτελείται από νερό: Υδάτινη σταγόνα. 2. που έχει κατασκευαστεί από νερό: Υδάτινη βαφή (υδρόχρωμα, νερομπογιά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”